-
1 выпуск
выпуск м 1) (продукции ) η παραγωγή 2) (в свет) η έκδο ση \выпуск марок η έκδοση γραμματοσήμων 3) (часть издания ) το τεύχος экстренный \выпуск η έκτακτη έκδοση 4) (учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη* * *м1) ( продукции) η παραγωγή2) ( в свет) η έκδοσηвы́пуск ма́рок — η έκδοση γραμματοσήμων
3) ( часть издания) το τεύχοςэ́кстренный вы́пуск — η έκτακτη έκδοση
4) ( учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη -
2 экстренный
экстренный επείγων (срочный)· έκτακτος (особый)· \экстренныйвыпуск η έκτακτη έκδοση* * *э́кстренный вы́пуск — έκτακτη έκδοση
-
3 экстренный
επ.1. έκτακτος, εσπευσμένος, επείγων•экстренный отъезд έκτακτη αναχώρηση•
экстренный выпуск έκτακτη έκδοση•
-ая телеграмма επείγον τηλεγράφημα•
-ая помощь έκτακτη (άμεση) βοήθεια.
2. απρόβλεπτος•-ые расходы έκτακτα έξοδα.
-
4 выпуск
выпускм1. βκ. ἡ ἔκδοση (денег, акций, займа и т. п.)Ι ἡ παραγωγή (товаров, предметов производства):экстренный \выпуск последних известий ἔκτακτη Εκδοση τῶν τελευταίων είδἡσεων·2. (часть издания) τό τεῦχος:словарь издается \выпусками τό λεξικό ἐκδίδεται κατά τεύχη·3. (учащихся) ἡ τάξη τελειοφοίτων, ἀποφοίτων:прошлогодний \выпуск был очень хороший ἡ περσινή τάξη τῶν τελειοφοίτων ήταν πολύ κάλή· на этой фотографии \выпуск наш \выпуск στή φωτογραφία εἶναι ἡ τάξη μας ὀταν ἀποφοιτούσαμε. -
5 экстренный
э́кстренн||ыйприл ἔκτακτος:\экстренный выпуск ἡ ἐκτακτη ἐκδοση, τό παράρτημα.
См. также в других словарях:
παράρτημα — ατος, το, ΝΑ [παραρτώ] καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημα νεοελλ. 1. ο, τιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού») 2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» έκτακτη… … Dictionary of Greek
Κοκκινάκης, Κωνσταντίνος — (Χίος 1781 – Αίγινα 1831). Λόγιος και εκδότης. Ακολούθησε τον έμπορο αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι, όπου βρήκε την ευκαιρία να συμπληρώσει τις στοιχειώδεις σπουδές που είχε ακολουθήσει στην πατρίδα του. Περίπου το 1800… … Dictionary of Greek
παράρτημα — το, ατος 1. εξάρτημα, προσθήκη: Στο παράρτημα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως δημοσιεύτηκε η απόφαση. 2. έκτακτη έκδοση εφημερίδας: Για το συνταραχτικό νέο κυκλοφόρησε παράρτημα των εφημερίδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek